εὐκάρπεια

εὐκάρπεια
εὐκάρπ-εια, ,
A = εὐκαρπία, in dat. -είᾳ (-ίᾳ codd.), E.Tr.217 (lyr.); cf. παγκάρπεια.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εὐκάρπεια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκάρπεια — Αρχαία πόλη της Φρυγίας. Βρισκόταν πιθανότατα κοντά στο σημερινό Eμίρ Χισάρ. * * * εὐκάρπεια, ἡ (Α) [ευκαρπώ] η ευκαρπία …   Dictionary of Greek

  • εὐκαρπείαι — εὐκαρπείᾱͅ , εὐκάρπεια fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκάρπειαν — εὐκάρπεια fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”